-
1 ἀ-βληχρός
ἀ-βληχρός, ά, όν (euphon. α, vgl. Buttmann Lexil. 2, 262), schwach, Hom. χείρ, Il. 5, 337, die Hand der Aphrodite (v. 425 ἁραιή); τείχεα, Iliad. 8, 178; ϑάνατος, ein sanfter Tod, Od. 11, 135 u. 23, 282; auch Ael. H. A. 9, 11, der daneben ἀνώδυνος setzt, richtiger als entkräftender Tod (VLL. ἀβληχροποιός). Aehnlich κῶμα Ap. Rh. 2, 265 (oder betäubender Schlaf?); νόσος, schleichende Krankheit, Plut. Per. 38 (καὶμῆκος ἔχουσα); περίπατοι, gelinde Spaziergänge, de tu. san. 18. Bei Opp. Cyn. 2, 667 auch γένος πιϑήκων.
См. также в других словарях:
κερκοπίθηκος — Γένος πιθήκων, πολύ διαδεδομένο στην τροπική Αφρική και στη ζώνη του ισημερινού. Το σώμα τους έχει το μέγεθος γάτας και είναι λεπτό και ευκίνητο. Τα μπροστινά τους άκρα μοιάζουν με τα πίσω, ενώ έχουν πολύ ανεπτυγμένο το μεγάλο δάχτυλο. Η ουρά… … Dictionary of Greek
κολοβός — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
μακάκος — (Macaca). Γένος κατάρρινων πιθήκων, της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, διαδεδομένο στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ασία, στη βορειοδυτική Αφρική και με μόνο ένα είδος (μαγώτος) στην Ευρώπη. Οι μ., που περιλαμβάνουν περίπου ογδόντα είδη και… … Dictionary of Greek
κόλοβος — (Colobus). Γένος πιθήκων της υποοικογένειας των κολοβινών. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 43 έως 70 εκ. και της ουράς τους από 55 έως 90 εκ. Έχουν λεπτό τρίχωμα σαν μετάξι με χρώμα που ποικίλλει. Η μύτη τους προεξέχει και το διάφραγμά… … Dictionary of Greek
ζάτι — το ζωολ. γένος πιθήκων με γκριζοπράσινο χρώμα … Dictionary of Greek
κερκόκηβος — ο ζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας κερκοπιθηκίδες … Dictionary of Greek
κυνοπίθηκος — ο ζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας cercopithecidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynopithecus < cyn(o) (< κυν(ο) *) + pithecus (< πίθηκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ.Γ.Σχινά και Ι.Ν.… … Dictionary of Greek
λαγόθριξ — ο ζωολ. γένος πιθήκων τής οικογένειας κηβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagothrix < νεολατ. lagothrix < lago < λαγός + thrix < θρίξ] … Dictionary of Greek
νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… … Dictionary of Greek
πρεσβυτοπίθηκος — (presbypithecus). Γένος πιθήκων, που ονομάστηκε έτσι επειδή τα ζώα του γένους αυτού μοιάζουν με γέρους (πρεσβύτες) ανθρώπους. Είναι ζώα, χρώματος καφέ, πολύ ευκίνητα, που το τοίχωμα στην κορυφή του κεφαλιού τους σχηματίζει λοφίο. Υπάρχουν 2 είδη… … Dictionary of Greek
σιμίας — ο, Ν ζωολ. γένος πιθήκων τής Ινδονησίας, που απειλείται με εξαφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. simia «πίθηκος»] … Dictionary of Greek